Κυριακή 12 Μαΐου 2013


Συνέχεια της ιστορίας «Η Έξοδο» του Γιάννη Βλαχογιάννη

… Κι άμα βρέθηκε σε μια βρουλιά κρυμμένη και πήρε αναπνοή, είδε την Ανθή να την κοιτάζει αποσβολωμένη.
-Τι είναι Ανθίτσα μου; τη ρωτάει.
-Μάνα μου! Μανούλα μου! Εσύ ήσουν αυτή που πολεμούσες με τέτοια μανία; Πού βρήκες μάνα μου αυτή τη δύναμη;
-Η σκλαβιά Ανθίτσα μου, αν θες να ξέρεις, κάνει τον άνθρωπο θεριό και μπορεί όλα να τα νικήσει.
Κι αφού αγκαλιαστήκανε μάνα και κόρη κλάψαν από χαρά και λύπη. Χαρά, γιατί βγήκαν ζωντανές από τη θεοποντή και λύπη, γιατί θυμήθηκαν όλους όσους έχασαν. Γρήγορα, όμως, συνήλθαν και έτρεξαν να προφτάσουν τους υπόλοιπους που σώθηκαν, για να κρυφτούν όλοι μαζί απ’ τον εχθρό και να σκεφτούν πού μπορούν να στήσουν την καινούρια τους ζωή, μακριά απ’ το Μεσολόγγι.

                                                                       ΜΑΡΙΑ ΜΙΧΑΛΑΚΑΚΟΥ
Α’ γυμνασίου


Στην εποχή του τσιμέντου και της πολυκατοικίας
Κάποιο σαββατόβραδο καθόμουν με τη μαμά μου και κοιτούσαμε άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες. Η μαμά μου ήταν περίπου στην ηλικία μου και έμενε και εκείνη στο ίδιο σπίτι που μένουμε και τώρα. Πόσο διαφορετικό  ήταν όμως!
Ήταν μια μονοκατοικία, κτισμένη στη μέση του οικοπέδου και γύρω-γύρω υπήρχε ένας μεγάλος κήπος με ψηλά δέντρα και παρτέρια με υπέροχα λουλούδια. Ο δρόμος ήταν χωμάτινος και υπήρχαν ελάχιστα αυτοκίνητα. Όλα τα σπίτια της περιοχής ήταν ανάλογα. Υπήρχε άνεση χώρου παντού. Οικόπεδα ελεύθερα όπου τα παιδιά της γειτονιάς έπαιζαν χωρίς τον κίνδυνο των αυτοκινήτων. Λίγο μακρύτερα από τα σπίτια, υπήρχε ένα μεγάλο ρέμα το οποίο μάζευε όλα τα νερά των βροχών χωρίς να υπάρχει ποτέ ο κίνδυνος πλημμύρας.
Έμαθα ακόμη από τη μαμά μου ότι τα καλοκαίρια ποτέ δεν αισθάνθηκαν υπερβολικά τη ζέστη όπως εμείς σήμερα, αφού βράζουν κυριολεκτικά τα τσιμέντα που μας κυκλώνουν.
Καθώς κοιτούσα όλο και πιο πρόσφατες φωτογραφίες της περιοχής που μένω, διαπίστωσα μεγάλες αλλαγές. Το ρέμα μπαζώθηκε και έγινε οικόπεδα για να καλυφθούν οι ανάγκες για νέες κατοικίες. Τα περισσότερα σπίτια άλλαξαν. Άλλα πρόσθεσαν 2-3 ορόφους και άλλα γκρεμίστηκαν και έγιναν γκαράζ για τα αυτοκίνητα που πολλαπλασιάστηκαν και δεν είχαν χώρο στάθμευσης. Οι δρόμοι έγιναν ασφάλτινοι και τα οικόπεδα που κάποτε έπαιζαν τα παιδιά εξαφανίστηκαν. Το δικό μας σπίτι τώρα είναι διώροφο αλλά απέναντι υπάρχουν μεγάλες πολυκατοικίες που μας ‘’κόβουν’’ τον ήλιο το χειμώνα.
Η εποχή που ζω εγώ σήμερα έγινε η εποχή του τσιμέντου και της πολυκατοικίας. Νόμιζα ότι έτσι ήταν πάντα και αυτό είναι το λογικό, όμως έκανα λάθος. Είμαστε πια στριμωγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο. Εμείς τα παιδιά δεν ξέρουμε να παίζουμε με το χώμα όπως οι γονείς μας. Πού να πάμε να τρέξουμε, να παίξουμε, χωρίς τον κίνδυνο των αυτοκινήτων; Πώς να νιώσουμε τη μυρωδιά των λουλουδιών όταν πέφτει πάνω τους η βροχή; Τώρα όταν βρέχει οι δρόμοι γίνονται ποτάμια αφού δεν υπάρχει χώμα για να απορροφηθεί το νερό.
Ευτυχώς υπάρχουν ακόμη περιοχές μακριά από τις πόλεις όπου οι άνθρωποι μπορούν να χαίρονται τη φύση. Περιοχές όπου βλέπεις ελεύθερα τον ήλιο στον ουρανό και όχι τα απλωμένα ρούχα στα μπαλκόνια της απέναντι πολυκατοικίας. Βέβαια είναι επιλογή του καθενός για το πού θέλει να ζήσει.
Νομίζω πως όταν μεγαλώσω θα επιλέξω να ζήσω κοντά στη φύση, μακριά από το τσιμέντο και τις πολυκατοικίες που μας περιβάλλουν.













3ο Βραβείο στο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό 2011 Ιδρύματος Λασκαρίδη

ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ
Του Παναγιώτη Μιχαλακάκου (μαθητή της Β’ γυμνασίου)

Στερνή μου γνώμη, να σε είχα πρώτα», λέει ο σοφός λαός μας. Και πόσο δίκιο έχει, μονολογεί ο Κωνσταντής, καθισμένος για άλλη μία φορά στο παράθυρο του μικρού σπιτιού του με το βλέμμα στραμμένο στο βορρά, στο σημείο που βρίσκεται  το χωριό του.
Το μυαλό του ξεκινάει και πάλι το ταξίδι των αναμνήσεων με αφετηρία τα παιδικά του χρόνια στο χωριό και τερματικό σταθμό την ηλικία των 60 χρόνων του τώρα στην πρωτεύουσα.
Ο Κωνσταντής, κατάγεται από τον Πλάτανο, ένα μικρό χωριό της Μακεδονίας. Εκεί γεννήθηκε και μεγάλωσε. Εκεί έμαθε και τα πρώτα του γράμματα. Τι ωραία παιδικά χρόνια που έζησε! Χρόνια ωραία, απλά και ευχάριστα. Όλοι στο χωριό ζούσαν μια φυσική , ήρεμη και ήσυχη ζωή. Μπορεί να μην είχαν πολυτέλειες και ανέσεις πολλές, μπορεί να μην είχαν καλοριφέρ στα σπίτια τους, οι δρόμοι να μην ήταν ασφαλτοστρωμένοι και να πήγαιναν στις δουλειές τους με τα πόδια ή κάποιο γαϊδουράκι. Όμως και μ’ όλες αυτές τις ελλείψεις η ζωή τους ήταν ήσυχη και γεμάτη ανθρωπιά.
Όλοι οι κάτοικοι του χωριού ένιωθαν ζεστασιά στις σχέσεις τους και στις επαφές τους. Πάντα ήταν έτοιμοι να προσφέρουν με προθυμία τη βοήθειά τους σε όποιον τη χρειαζόταν. Τα συναισθήματά τους ήταν πιο έντονα. Ένιωθαν τη φιλία μεταξύ τους πιο δυνατή. Η καλοσύνη, η τιμιότητα, η χαρά υπήρχαν σε αφθονία στο χωριό. Αν και τα σπίτια ήταν μικρά, έφταναν να χωρέσουν την αγάπη, τη συμπόνια, τη φιλοξενία, την ανθρωπιά.
Όταν στο χωριό ερχόταν κάποια λύπη ή κάποια χαρά, την ένιωθαν και τη μοιράζονταν μεταξύ τους όλοι οι κάτοικοι. Στις γιορτές και στα πανηγύρια  η αληθινή χαρά ήταν απλωμένη σ’ όλο το χωριό.
Τι όμορφα που περνούσε στο χωριό του ο Κωνσταντής! Όλη τη μέρα παιχνίδι και ανεμελιά. Με την παρέα του, δεκαπέντε ήταν όλα κι όλα τα παιδιά του χωριού, αλώνιζαν το χωριό. Έτρεχαν στα βουνά, στα χωράφια, στο ποτάμι που περνούσε λίγο έξω από το χωριό, ανάμεσα σε αμέτρητα πλατάνια. Το ποτάμι ήταν το αγαπημένο του μέρος, όλες τις εποχές του χρόνου. Το χειμώνα αγρίευε και φούσκωναν τα νερά του από τις πολλές βροχές και τα χιόνια. Το καλοκαίρι, όμως, με τις πολλές ζέστες ήταν μια όαση δροσιάς. Τα καθαρά νερά του δρόσιζαν όλη την παρέα τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού και αργότερα, όταν μεγάλωσαν, μαζευόντουσαν τα βράδια, για να ακούσουν τη συναυλία που έδιναν τα βατράχια.
Ξαφνικά μπροστά στα μάτια του Κωνσταντή πρόβαλλε η εικόνα του κ. Πέτρου, του δασκάλου του να  λέει « άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο». Ο Κωνσταντής το διάβασμα το βαριόταν. Στο σχολείο του άρεσε να πηγαίνει, για να παίζει στα διαλείμματα. Πόσες φορές ο δάσκαλος είχε φωνάξει τη μάνα του, την κυρά Μερόπη, να της πει ότι είναι κρίμα να χαραμίζει το μυαλό του από τεμπελιά. Όμως τι να κάνει και η μάνα του. Συνέχεια του έλεγε να μάθει γράμματα, να γίνει κάτι, για να μη τυραννιέται με τις αγροτικές δουλειές. Γιατί εδώ που τα λέμε δεν είναι και εύκολο να δουλεύεις στα χωράφια. Όμως ό,τι και να του έλεγε, δεν την άκουγε. Είχε χαράξει στο μυαλό του την πορεία που θα ακολουθούσε.
Θα τελείωνε το δημοτικό και μετά θα σταματούσε το σχολείο. Θα βοηθούσε τον πατέρα του στο κοπάδι και στα χωράφια. Άλλωστε έβλεπε ότι με αυτά ζούσαν καλά στο σπίτι. Δεν τους έλειπε τίποτα. Γιατί να κάθεται να παιδεύεται με τη Φυσική, τη Χημεία, την Τριγωνομετρία και τα άλλα μαθήματα; Το μεγάλο του λάθος ο Κωνσταντής το κατάλαβε γρήγορα. Έβλεπε τους φίλους του να φεύγουν από το χωριό και να πάνε στην πόλη, για να συνεχίσουν στο Γυμνάσιο, στο Λύκειο και κάποιοι στο Πανεπιστήμιο.
 Αυτός από το πρωί μέχρι το βράδυ έτρεχε με τις δουλειές. Βλέπεις και ο πατέρας του σταμάτησε να δουλεύει μετά το εγκεφαλικό που έπαθε και όλες οι δουλειές έπεσαν πάνω του. Τον βοηθούσε η μάνα του αλλά κι αυτή τι να πρωτοκάνει. Να περιποιηθεί τον πατέρα του, το σπίτι, το φαγητό κι ύστερα είχε μεγαλώσει. Είχε αποκάνει από τη δουλειά τόσων χρόνων. Δούλευε ίσα μ’ έναν άνδρα. Παντού μαζί με τον πατέρα του, και στις βαριές και στις ελαφριές δουλειές.
Ο Κωνσταντής ένιωθε μόνος, έβλεπε τα χρόνια να περνούν και απογοητευόταν. Όλοι οι φίλοι του είχαν βρει πλέον δουλειές στην πόλη, άλλοι είχαν παντρευτεί κιόλας κι ερχόταν στο χωριό τώρα πια μόνο το καλοκαίρι, για να ξεκουραστούν με την άδειά τους. Ο Κωνσταντής ήταν ο μόνος που έμεινε στο χωριό. Είχε βαρεθεί το καφενείο και την παρέα με τους ηλικιωμένους. Είχε μάθει την ιστορία του καθένα απέξω και ανακατωτά. Ήθελε να φύγει, να πάει στην πόλη, να δει ανθρώπους της ηλικίας του, να βρει μια πιο ξεκούραστη δουλειά. Μετά το θάνατο του πατέρα του, λοιπόν,  ο Κωνσταντής πήρε τη μεγάλη απόφαση. Θα έφευγε, θα πήγαινε στην πόλη. Τα χέρια του έπιαναν. Όλο και κάποια δουλειά θα έβρισκε. Και ύστερα που ξέρεις. Μπορεί να έβρισκε και καμιά γυναίκα. Τα χρόνια είχαν περάσει. Είχε φτάσει κοντά στα 40 και δεν είχε παντρευτεί. Βλέπεις όλες οι κοπέλες, και του χωριού ακόμα, κοίταξαν να παντρευτούν στην πόλη, να γλυτώσουν, όπως έλεγαν, τις κουραστικές δουλειές του χωριού.
Έτσι, πούλησε το κοπάδι και τα χωράφια,  σε κάποιον στο διπλανό χωριό και έφυγε. Πήγε στην πιο κοντινή πόλη στο χωριό, για να είναι κοντά στη γριά μάνα του για οτιδήποτε τον χρειαζόταν. Έψαχνε για κάποια μόνιμη δουλειά, αλλά τίποτα. Μόνο δουλειές του ποδαριού με ελάχιστα λεφτά μπορούσε να βρει. Για τις καλές δουλειές χρειαζόταν τουλάχιστον απολυτήριο Γυμνασίου. Πόσες φορές τα έβαλε με τον εαυτό του για το λάθος που έκανε και δεν τελείωσε το σχολείο. Τα λεφτά που είχε πάρει από την πώληση της περιουσίας κόντευαν να τελειώσουν. Κοντά σε όλα αυτά ήρθε και η είδηση για το θάνατο της κυρά Μερόπης. Η είδηση αυτή τον έκανε να πάρει τη μεγάλη απόφαση. Θα έφευγε για την πρωτεύουσα. Εκεί σίγουρα θα υπήρχαν περισσότερες δουλειές και με πιο καλά λεφτά.
Στην πρωτεύουσα, λοιπόν, ο Κωνσταντής κατάλαβε πόσο διαφορετική είναι η ζωή στη μεγάλη πόλη. Κατάλαβε ότι μπορεί  τα σπίτια να έχουν ανέσεις, μπορεί να υπάρχουν άφθονα φώτα και δρόμοι ασφαλτοστρωμένοι, μπορεί οι άνθρωποι να πηγαίνουν στις δουλειές με τα αυτοκίνητα, αλλά όλα αυτά δεν είναι αρκετά, για να κάνουν όμορφη τη ζωή της πόλης.
Οι σχέσεις των ανθρώπων είναι ψυχρές και αδιάφορες. Άνθρωποι που κάθονται στην ίδια πολυκατοικία δε γνωρίζονται μεταξύ τους και δεν καλημερίζονται το πρωί, όταν συναντηθούν. Καθένας από αυτούς ζει μόνος του τη λύπη του και τη χαρά του. Και οι γιορτές ακόμα αποτελούν τυπικές επισκέψεις χωρίς κανένα συναίσθημα.
Ακόμα, η ζωή στην πόλη είναι γεμάτη άγχος. Οι θόρυβοι, τα καυσαέρια, ο γρήγορος ρυθμός σκοτώνουν ψυχικά τον άνθρωπο. Τον κάνουν να νιώθει μόνος και ας ζει μέσα σε χιλιάδες κόσμο. Ο κόσμος αυτός δεν τον πλησιάζει ψυχικά, γι’ αυτό κλείνεται ερμητικά στον εαυτό του. Χάνεται μέσα στην ανωνυμία του πλήθους.
Η τιμιότητα και η καλοσύνη είναι σπάνια φαινόμενα, γιατί η πόλη κάνει τον άνθρωπο σκληρό. Σκοτώνει την ανθρωπιά του και τον κάνει να σκέφτεται μόνο το χρήμα. Η πόλη αναγκάζει τον άνθρωπο να ζει μέσα σε τσιμεντένια σπίτια, σε μολυσμένο περιβάλλον.
Πόσο έλειπε στον Κωνσταντή ο καθαρός αέρας, η ήρεμη και ήσυχη ζωή του χωριού του! Ήρθε στην πρωτεύουσα. Και τι έγινε! Ήταν πιο μόνος από ποτέ. Κανένας από τους παλιούς του φίλους δεν ήταν κοντά. Ούτε είχε παντρευτεί. Κάθε μέρα ήταν το ίδιο στενάχωρη και μουντή. Τόσα χρόνια γιορτές, καθημερινές τις περνούσε  μόνος του. Είχε γνωρίσει κάποιους ανθρώπους, αλλά δεν μπορούσε να τους χαρακτηρίσει φίλους με την πραγματική σημασία της λέξης. Ήταν γνωστοί με τους οποίους έβγαινε κάποιες φορές για κανένα κρασάκι.
Τη διαδρομή του ταξιδιού του έκοψε ο χτύπος του ρολογιού. Είχε πάει 8 η ώρα. Έπρεπε να ετοιμαστεί για τη δουλειά που έκανε τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια. Είχε βρει δουλειά ως νυχτοφύλακας σε κάποιο εργοστάσιο. Πάλι μια μονότονη μέρα έφτανε στο τέλος της και περίμενε να δώσει τη θέση της στην καινούρια, η οποία δε θα είχε καμία διαφορά από την παλιά. Με τι αγωνία περιμένει ο Κωνσταντής να συμπληρώσει άλλα πέντε χρόνια που χρειάζονται για τη σύνταξη. Μετά θα φύγει, θα πάει στο χωριό του, στο μικρό του καλυβάκι.
Εκεί σίγουρα θα είναι καλύτερα. Τι περισσότερο του πρόσφερε η πόλη εκτός από μοναξιά και άγχος; Πόσες φορές το είχε μετανιώσει που δεν είχε ακούσει τη μάνα του που του έλεγε να μη ξεκινήσει σε μεγάλη ηλικία να πάει στην πόλη. Αυτός όμως έβλεπε τους φίλους του που ερχόταν από την πόλη με τις οικογένειές τους, τα αυτοκίνητά τους και πίστευε ότι πηγαίνοντας στην πόλη θα τα αποκτήσει και ο ίδιος. Πόσο γελάστηκε! Αν τα είχε σκεφτεί καλύτερα, αν είχε συζητήσει με τους φίλους του ίσως να μην έφευγε από το χωριό.
Όμως για άλλη μια φορά ισχύει «στερνή μου γνώμη να σε είχα πρώτα»


1ο  Βραβείο στο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό 2012  Ιδρύματος Λασκαρίδη

ΝΕΚΤΑΡ ΘΑΝΑΤΟΥ
Του Αλέξανδρου Κολιαράκη (μαθητή της Γ’ γυμνασίου)
…Ήταν μια όμορφη μέρα, φωτεινή. Ο ήλιος χτυπούσε απαλά την επιφάνεια της μικρής γαλάζιας λιμνούλας, καθώς περνούσε ανάμεσα απ’ τα φύλλα του πυκνού δάσους. Μικρές άσπρες κουκκίδες αιωρούνταν, κάνοντας άτακτες κινήσεις, σχίζοντας τον αέρα. Χιλιάδες, κουνούπια πετούσαν στην υγρή ατμόσφαιρα, διαγράφοντας καμπύλες τροχιές όλο χάρη. Μέσα σ’ αυτά βρισκόταν και το μικρό μας κουνούπι το οποίο έκανε τα πρώτα του βήματα   στην υγρή   ατμόσφαιρα.
-«…Και να προσέχεις, τώρα που πετάς να μην μπλέκεις σε αερομαχίες που κάνουν τα μεγαλύτερα κουνούπια και τσακιστείς...»
-«Ναι μαμά!»
-«Και όχι κοντά στην επιφάνεια του νερού, και βραχούν τα φτερά σου...»
-«Ναι μαμά!»
-«Και να μην πηγαίνεις σε μέρη που δεν ξέρεις, γιατί...»
-«Εντάξει μαμά! Να πάω τώρα;»
-«Ναι μικρό μου! Στο καλό, και να προσέχεις!»                                                                    Το κουνουπάκι άνοιξε τα φτερά του και άρχισε να πετά, να στροβιλίζεται. Ένιωθε υπέροχα, ελεύθερο, δίχως δεσμά και έλεγχο. Ήταν τόσο άπειρο, και ανήξερο που νόμιζε ότι μπορούσε να πάει όπου θέλει. Έτσι λοιπόν πήρε γενναία πνοή και άρχισε να τρέχει γρήγορα, μακριά απ’ το υπόλοιπο σμήνος. Ήθελε να νιώσει την ταχύτητα, να νιώσει ανεξάρτητο.
Κάποια στιγμή, ξαφνικά, ο ουρανός σκοτείνιασε, χλόμιασε. Ο άνεμος δεν είχε την συνηθισμένη χαρούμενη οσμή, το ίδιο χρώμα. Το κουνούπι σταμάτησε απότομα, για να αντικρίσει ένα πραγματικά απαίσιο θέαμα. Τον μεγάλο βάλτο. Είχε ακούσει πολλά γι’ αυτόν, για το μυστήριο που τον περιέβαλλε, από πολλούς και κυρίως (μαντέψτε), ήταν η νούμερο ένα προειδοποίηση της μητέρας του: «Μην πλησιάσεις ποτέ εκεί παιδί μου, ποτέ! Είναι επικίνδυνα...». Γνώριζε ιστορίες ατόμων που δεν ξαναγύρισαν από εκεί. Δεν ήξερε γιατί αλλά κάτι μέσα του τον προσκαλούσε, τον παρότρυνε να πάει εκεί, στον σκοτεινό βάλτο, να εξερευνήσει το άγνωστο, να γευτεί κάτι. Κάτι ζουμερό, επικίνδυνα νόστιμο... Κάτι στα γονίδιά του, σαν να υπήρχε από όταν γεννήθηκε, του ενέπνεε μια απόκοσμη έλξη. Τρόμαξε μ’ αυτές τις σκέψεις, φοβήθηκε πολύ. Ο κίνδυνος ήταν κίνδυνος και δεν μπορούσε να τον αγνοήσει, ούτε αυτόν, ούτε τη μητέρα του. Κάτι παραπάνω θα ξέρει άλλωστε.


Έστρεψε το σώμα του απ’ την αντίθετη κατεύθυνση, και άρχισε να κουνάει τα φτερά του. Έριξε μια τελευταία ματιά πίσω του, στα σκουροπράσινα νερά, στην πυκνή αιμοβόρα βλάστηση, και πέταξε μακριά, μακριά από αυτό, φανερά σκεπτικό και ανήσυχο.
~
Το επόμενο πρωί, το κουνουπάκι ξύπνησε όλο λαχτάρα. Λαχτάρα για εξερεύνηση. Το είχε πάρει απόφαση. Θα πλησίαζε το βάλτο. Ήθελε να δώσει απάντηση στα ερωτήματα και στις σκέψεις που τον βασάνιζαν. Τι είναι αυτό το μέρος; Τι ήθελε από εκείνο; Γιατί τόσος λόγος γι’ αυτό ;
Αφού χαιρέτησε την μητέρα του, πήρε φόρα και βρέθηκε να πετά στον ουρανό, πάνω απ’ τη λίμνη. Η μητέρα του... Ήταν ο μόνος άνθρωπος που είχε στη ζωή. Δεν γνώριζε πολλά για τον πατέρα του, ή μάλλον δε γνώριζε τίποτα. Η μητέρα του απέφευγε αριστοτεχνικά να μιλά για εκείνον, για το τι απέγινε. Μόνο δάκρυα ερχόντουσαν στα μάτια της. Αλλά δεν μπορούσε να διαβάσει τα δάκρυα. Εξάλλου ένα μικρό και ανίδεο κουνούπι ήταν, τι μπορούσε να ξέρει; Ήταν και αυτά τα σημάδια στο σώμα της... αυτές οι γρατζουνιές του παρελθόντος...
…Αυτά συλλογιζόταν καθώς ακολουθούσε τον δρόμο για το βάλτο. Κάποια στιγμή, όμως ένιωσε τα φτερά του να εξασθενούν, να χάνουν την δύναμή τους . Προσγειώθηκε, κάπως άτσαλα, σ’ ένα πλατύ φύλλο ενός δέντρου, λίγα μόνο μέτρα μακριά απ’ το βάλτο. Έπρεπε λίγο να ξαποστάσει. Δεν είχε συνηθίσει ακόμα τις μεγάλες αποστάσεις. Κοίταξε τον ουρανό. Δεν ήταν τόσο λαμπερός όπως την προηγούμενη μέρα, αλλά ελαφρώς συννεφιασμένος με μια απαλή γκριζωπή, μελαγχολική απόχρωση. Οι σκέψεις του διακόπηκαν, καθώς το φύλλο άρχισε να τραντάζεται έντονα.
«Ουστ! από δω παλιοκούνουπο», ακούστηκε μια φωνή, καθώς ένα θυμωμένο σκαθάρι ξεπρόβαλε απ’ το κλωνάρι του τεράστιου φύλλου.
-«Ορίστε;», αποκρίθηκε το κουνούπι.
-«Αυτό που άκουσες! Φύγε από εκεί,  λερώνεις την είσοδό μου!»
-«Με συγχωρείτε», σάστισε, «δε γνώριζα ότι...»
-«Νια, νια, νια, νια... όλο δικαιολογίες είστε. Άλλο πράγμα δεν ξέρετε να κάνετε, απ’ το να βουίζετε ολημερίς, και να γεμίζετε τον κόσμο αρρώστιες. Όλα ίδια είστε! Αμ τι; Δεν σας ξέρω εγώ καλά, τι γρουσούζικα πλάσματα είστε; Κολλάτε, που κολλάτε όλα τα ζώα, έρχεστε τώρα να καταστρέψετε κι εμάς! Εδώ κοιτάξτε θράσος! Και για να’ χουμε καλό ερώτημα, πού πηγαίνεις, μικρέ, μόνος και απροστάτευτος;»
-«Πάω να εξερευνήσω τον μεγάλο βάλτο.»
-«Εσύ; Χα! Ας γελάσω σκαραβαίικα. Εσύ δεν μπορείς να προστατεύσεις τον εαυτό σου από ένα μυρμήγκι, και πιστεύεις ότι θα επιβιώσεις στον βάλτο; Αλλά βέβαια, ο Θεός αντί να σας δώσει μυαλό, σας έδωσε μύτη, βρωμοκούνουπα! Χάσου τώρα από μπροστά μου!»                                                Το κουνουπάκι άνοιξε τα φτερά του, και πέταξε προς τον βάλτο, θυμωμένο από τα λόγια του σκαθαριού. Τι προκατειλημμένο έντομο! Δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία και συγκεντρώθηκε στο σκοπό του. Έτσι κι αλλιώς σε τέτοια θέματα η συζήτηση κι ο διάλογος είναι χαμένη υπόθεση...
~
Δεν πέρασε πολύς χρόνος και το κουνουπάκι βρέθηκε να πετά μέσα στην υγρή αποπνιχτική ατμόσφαιρα, πάνω απ’ τα πρασινωπά βουρκόνερα και την υγρή λάσπη. Ποτέ του δεν είχε ξαναβρεθεί σε τέτοιο μέρος, τόσο απαίσιο, τόσο τρισάθλιο. Τα πάντα ήταν σε αποσύνθεση. Τίποτα το ζωντανό. Ούτε ίχνος ζωής, εκτός από τη σκούρα βλάστηση. Και παντού διάχυτη μια απόλυτη ηρεμία, αφύσικη. Η σιωπή των νεκρών. Μήπως έχει δίκιο το σκαθάρι; Ήταν πολύ σκληρό τοπίο για εκείνο.
Μέσα σε όλη αυτή την σύγχυση κάτι, ως δια μαγείας του τράβηξε την προσοχή. Μέσα σ’ αυτό το πανηγύρι της αηδίας, αισθανόταν κάτι όμορφο. Μια ευχάριστη οσμή, έβγαινε από ένα μικρό, πλατύ σαν φωλιά πουλιού λάκκο. Με όση επιδεξιότητα μπορούσε, προσγειώθηκε στο ξεραμένο χώμα. Έμεινε έκπληκτο από το θέαμα. Παντού μπροστά του υπήρχαν μεταξένια νήματα, με πολλά σταγονίδια το καθένα, πολύχρωμα, απ΄ την αντανάκλαση του λιγοστού φωτός. Αυτές οι μικρές σταγόνες εξέπεμπαν αυτή την υπέροχη μυρωδιά, που γέμιζε τα πνευμόνια του.
Εκείνη τη στιγμή άκουσε το κάλεσμα. Ήταν το ίδιο όπως και την πρώτη φορά. Μόνο που τώρα η παρότρυνση ήταν πολύ συγκεκριμένη. Ένιωθε την ανάγκη να δοκιμάσει, απ’ αυτό το υγρό, ήταν τόσο δελεαστικό. Πλησίασε αργά σε μια απ’ τις σταγόνες. Για μια στιγμή σταμάτησε και πάγωσε. Θυμήθηκε και πάλι τις προειδοποιήσεις της μητέρας του για τον κίνδυνο... «Μα έλα τώρα», είπε από μέσα του, «τι θα πειράξει μια σταγονίτσα, δε φαίνεται δα και τόσο κακιά. Κανείς δεν θα το μάθει.» Ακούμπησε την προβοσκίδα του στη πολύχρωμη φυσαλίδα, και ρούφηξε μια γενναία ποσότητα παχύρρευστου υγρού.
Μετά από λίγο τίποτα δεν ήταν το ίδιο. Ο βάλτος δεν είχε αυτήν την ασχήμια, αλλά φάνταζε όμορφος, λαμπερός υπέροχος, γεμάτος αρώματα και χρώματα. Το κουνούπι παραπατούσε, γελούσε, φώναζε, ένιωθε θαυμάσια. Αισθανόταν πιο ανεξάρτητος κι ελεύθερος από ποτέ. Νόμιζε ότι είχε την δύναμη να τα κάνει όλα, ότι είναι παντοδύναμος, κυρίαρχος του κόσμου. Μέσα από μια μικρή σπηλιά στην άκρη του λάκκου, τέσσερα κατακόκκινα μάτια, κοίταζαν το κουνούπι. Τα μαύρα άκρα σάλευαν στο σκοτάδι και περίμεναν. Περίμεναν υπομονετικά την επόμενη κίνηση, για να ξεδιπλωθούν, και να γραπώσουν. Μόνο την κατάλληλη στιγμή, στην κατάλληλη θέση, στο σωστό χρόνο. Παρακολουθούσαν αργά και σταθερά την εικόνα του αστείου κουνουπιού, που πετούσε τρεκλίζοντας και χαχανίζοντας δυνατά και άρρωστα, καθώς απομακρυνόταν απ’ το βάλτο. Θα το ξανάβλεπαν σίγουρα. Ήταν μοιραίο...
~
Οι μέρες περνούσαν και τα καλέσματα ήταν εντονότερα. Και ο ουρανός σκοτεινότερος. Φωνές που μιλούσαν στο μυαλό του. Για να δοκιμάσει κι άλλο, κι άλλο... Η απόπειρα έγινε συνήθεια και η συνήθεια εθισμός. Ναι, είχε πλέον εθιστεί σ’ αυτό. Είχε δώσει όλη του την ζωή σ’ αυτές τις άψυχες σταγόνες. Δεν υπήρξε μέρα που να μην τις σκεφτόταν. Πεταγόταν διαρκώς στο βάλτο για να ξεκλέψει μερικές «ρουφηξιές», και ξανά πάλι. Ήταν πολύ μεθυστική η γεύση, τόσο υπέροχη η αίσθηση.
Θυσίασε τον εαυτό του για το πάθος του. Και φυσικά η μητέρα του δε γνώριζε τίποτα. Όχι απ’ τον ίδιο. Φρόντιζε να επιστρέφει όταν του περνούσε η «τρέλα», για να μη δώσει δικαιώματα. Ο βάλτος έβλεπε τα καμώματά του. Δύο φορές κινδύνεψε να πνιγεί στα βαλτώδη νερά, από τις χορευτικές «φιγούρες» που έκανε όταν πετούσε ζαλισμένος. Και όταν επέστρεφε έλεγε ψέματα, ότι τάχα ήταν βόλτα με φίλους, θαύμαζε τοπία και άλλα συναφή. Μια μέρα όμως, καθώς προετοιμαζόταν να πετάξει πάλι, η μητέρα του τον σταμάτησε.
-«Πού πας;»
-«Όπου θέλω, γιατί;»
-«Γιατί δεν έχεις να πας πουθενά!»
Το μικρό κουνούπι ξαφνιάστηκε.
-«Τι εννοείς;»
-«Κάποιοι μου είπαν πως σε είδαν να τριγυρνάς στο βάλτο, όχι μία, αλλά πολλές φορές.» ,είπε όσο πιο ανέκφραστα μπορούσε.
-«Καλά, μην μου πεις ότι πιστεύεις όσα σου λένε...»
-«Δοκίμασες απ’ τις σταγόνες ή όχι;», ρώτησε θυμωμένα και ανησυχητικά ταυτόχρονα. Δεν της έδωσε απάντηση. Δεν τολμούσε άλλωστε.
-«Μάλιστα... από σήμερα δεν θα βγεις απ’ το σπίτι.»
-«Τι;;; Μα πρέπει να πάω, πρέπει...»
-«Όχι, αυτό δεν θα συνεχιστεί, δεν θα το επιτρέψω. Καλύτερα να πεθάνεις εμένα, παρά να σε βλέπω να λιώνεις μέρα με τη μέρα, σαν το κερί!»                Και έτσι έγινε. Το κουνούπι δεν βγήκε απ’ το σπίτι, για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μα όσο και να προσπαθούσε δεν μπορούσε να το ξεχάσει. Δεν μπορούσε να τις ξεχάσει. Η ουσία του έγινε εμμονή. Χτυπιόταν στα πατώματα, φώναζε, ούρλιαζε.
Αλλά η μάνα, τον αγαπούσε, έπρεπε να τον σώσει. Ένιωθε απαίσια γι’ αυτό που έκανε, που το παιδί της υπέφερε  αλλά ήταν αποφασισμένη, να τον κρατήσει μακριά. Για να μην καταλήξει όπως εκείνος... Έπρεπε να τη βρει αν ήθελε να ζήσει. Έτσι το είχε επιλέξει. Έτσι θα γινόταν. Και έπειτα άρχισαν αυτοί οι πόνοι, αυτά τα κοψίματα. Κάθε κύτταρό του τη ζητούσε. Έπρεπε να τη βρει. Πριν να’ ναι πολύ αργά. Αν δεν ήταν ήδη...
~
…Εκείνο το βράδυ δεν άντεχε άλλο. Είχε πέσει κάτω, σφαδάζοντας απ’ τους πόνους. Τους πόνους της ηδονής. Το σώμα του είχε τσακιστεί στα δύο. Υπέφερε, βασανιζόταν. Τα μάτια του είχαν κοκκινίσει, η ανάσα του είχε στεγνώσει. Δεν γνώριζε πλέον τίποτα. Ούτε που βρισκόταν, ούτε τι έκανε, ούτε καν ποιος είναι. Η σκέψη του, το είναι του ήταν αυτές, οι καταραμένες σταγόνες. Είχε χάσει πλέον την μάχη με τους δαίμονές του. Είχε χάσει το μυαλό του. Δίχως να το σκεφτεί, άρχισε να σέρνεται, αργά, σιγανά, προς μια κατεύθυνση, από εκεί που ένιωθε την μυρωδιά.
Έφτασε στο χείλος του φύλλου, και με την τελευταία ρανίδα δύναμης που είχε, πέταξε. Για τον βάλτο. Δεν τον ένοιαζε αν ξυπνούσε η μητέρα του, ούτε αν θα γυρνούσε. Δε φοβόταν, αν και γνώριζε ότι τέτοια ώρα κυκλοφορούσαν νυχτερίδες και βατράχια. Ήθελε μόνο να την γευτεί. Να ξανανιώσει το ίδιο αίσθημα. Ελευθερία, δύναμη... Ο ουρανός εκείνη την μέρα ήταν εντελώς αφύσικος. Είχε φορέσει τα πιο μαύρα σύννεφα που είχε. Και ένα θολό φεγγάρι, έδινε μόνο τις λιγοστές λαμπερές ακτίνες. Πριν καν το καταλάβει, είχε φτάσει στον τόπο του πεπρωμένου. Με μερικούς άτσαλους δρασκελισμούς, ανάμεσα στα σάπια φύλλα, και τα ξερά κλαδιά, ακούμπησε το έδαφος, της «φωλιάς». Τα πράγματα ήταν διαφορετικά απ’ την προηγούμενη φορά. Δεν υπήρχε ομίχλη. Το κάτασπρο φως του φεγγαριού
έλουζε τα πάντα. Και τότε είδε τα μυριάδες νήματα και τις πολύχρωμες σταγόνες, να λάμπουν στη νύχτα. Τις πλησίασε. Τις κοίταξε για λίγο αμήχανα. Και τότε άρχισε να ρουφάει, μια-μια όλες τους.
Τα κόκκινα μάτια τον έβλεπαν. Περίμεναν. Έπειτα άρχισαν ξανά οι ίδιες παραισθήσεις. Έτρεχε ζαλισμένο γελώντας μέσα στα νήματα, όλο και πιο βαθιά, πίνοντας συνεχώς, παραπατώντας. Κάποια στιγμή έπεσε κάτω. Ήταν τυλιγμένος στα νήματα. Κολλούσαν απίστευτα. Δεν ένιωθε πλέον τα φτερά του, μόνο κοίταζε με χαμένο βλέμμα τον ουρανό. Είχε παγιδευτεί. Είχε έρθει η στιγμή…
Τα κόκκινα μάτια σάλεψαν, καθώς πολλά μαύρα, μαλλιαρά πόδια, έβγαιναν από την μικρή σπηλιά. Το οκτάποδο τέρας, πλησίασε σέρνοντας την κοκκινωπή, χοντρή κοιλιά του, προς το μέρος του. Έπειτα τα πόδια το ακούμπησαν. Το τύλιξαν…
Τα μάτια ήταν ορθάνοιχτα, άψυχα, άκαρδα. Πεινούσαν. Το απαίσιο πλάσμα έβγαλε μια τσιριχτή κραυγή, που αντήχησε σ’ όλο το βάλτο. Το κουνούπι έμενε να το κοιτάζει με μισάνοιχτα μάτια, και ένα παγωμένο ειρωνικό χαμόγελο. Για μια στιγμή ένιωσε να μετανιώνει, ευχόταν να μην το ζούσε αυτό. Αλλά δεν έφταιγε εκείνο. Ένα δάκρυ έσταξε στο έδαφος. Δύο μεγάλες δαγκάνες άνοιξαν στάζοντας δηλητήριο. Ένα αστραπιαίο χτύπημα...
~
Οι πρωινές σταγόνες της βροχής, έπεφταν απαλά, σ’ όλο το δάσος. Δεν ήταν άγριες. Χάιδευαν, σχεδόν παρηγορητικά τα φύλλα των δένδρων. Το κακό είχε πλέον ξεσπάσει. Μόνο το άψυχο σώμα του κουνουπιού είχε πλέον μείνει στην υγρή φωλιά, δίπλα σ’ ένα άλλο σώμα. Σ’ ένα τυλιγμένο, νεκρό, αρσενικό κουνούπι, που του έμοιαζε λίγο...
~


Εριπίδου «λένη»

Τέλος Β΄ Επεισοδίου

Να γράψετε τη συνέχεια…

Η Θεονόη, αφού άκουσε με πολύ μεγάλη προσοχή την Ελένη και το Μενέλαο, αποφασίζει να τους βοηθήσει να αποδράσουν. Στο σημείο αυτό, αφού οι ήρωες μένουν μόνοι στη σκηνή και προσπαθούν να οργανώσουν το σχέδιο απόδρασης, ολοκληρώνεται το Β΄ Επεισόδιο! Εικάζουμε ότι στη συνέχεια το ζεύγος θα δραπετεύσει από το παλάτι και, όταν θα είναι πλέον πολύ μακριά, θα εμφανιστεί ο Θεοκλύμενος! Τότε θα διεξαχθεί ένας μεγάλος διάλογος μεταξύ Θεοκλυμένου και Θεονόης, η οποία αρχικά θα προσπαθήσει να αποκρύψει από τον αδελφό της την αλήθεια. Ένας αγγελιαφόρος, όμως, θα διακόψει τη συζήτηση και θα ανακοινώσει στο βασιλιά ότι η Ελένη και ο Μενέλαος, που βρισκόταν ως ναυαγός στην Αίγυπτο, έφυγαν για τη Σπάρτη…  Ο Θεοκλύμενος θα βρεθεί σε πλήρες αδιέξοδο! Η Θεονόη τότε θα του αποκαλύψει την αλήθεια και θα αναφέρει όλα όσα σκέφτηκε και την παρακίνησαν να βοηθήσει την Ελένη και το Μενέλαο να αποδράσουν, υποδεικνύοντας στον αδελφό της ότι έπρεπε να πράξει και εκείνος κατά τον ίδιο τρόπο και να βαδίσει στο μονοπάτι, που είχε χαράξει ο πατέρας τους, ο Πρωτέας, όταν δεσμευόταν ηθικά να προστατεύσει την Ελένη. Στο τέλος της τραγωδίας θα επέλθει η κάθαρση, καθώς ο Θεοκλύμενος θα μετανιώσει για τη συμπεριφορά του, θα αποκαταστηθεί η τιμή της Ελένης, θα οδηγηθεί το ζεύγος στην ευτυχία και ο θεατής θα έχει λάβει τα τρία σπουδαιότερα μηνύματα αναφορικά με τη σκληρότητα και τις συνέπειες του πολέμου, το ρόλο των θεών και το σημαντικότερο όπλο του ανθρώπου, τη σκέψη. Ίσως, βέβαια, εμφανιστεί και κάποιος «πό μηχανς θεός», καθώς γνωρίζουμε ότι ο Ευριπίδης ενίσχυσε τα μέσα εντυπωσιασμού μέσω του «υπερφυσικοιύ παράγοντα», με ρόλο βέβαια επικουρικό, διότι τη λύση στα προβλήματα και στα αδιέξοδα τη δίνει ο άνθρωπος!

Κουμπή Βασιλική, μαθήτρια Γ΄ Γυμνασίου

Εριπίδου «λένη»

Β΄ Επεισόδιο – Στίχος 1100ος

«Τα λόγια τους εσύ θα κρίνεις, κοίτα
σε όλους η απόφασή σου αυτή ν’ αρέσει.»

Η Ελένη και ο Μενέλαος έχουν παραθέσει τα επιχειρήματά τους, για να πείσουν τη Θεονόη να τους βοηθήσει να αποδράσουν. Ποιες προσδοκίες σάς δημιουργούνται; Τι πιστεύετε ότι θα παρακολουθήσει ο θεατής στη συνέχεια του έργου;

Η Ελένη και ο Μενέλαος, χρησιμοποιώντας στο πλαίσιο ενός αγώνα λόγου μέσα πειθούς, που σχετίζονται αφενός με τη λογική και αφετέρου με το συναίσθημα, έχουν ζητήσει από τη Θεονόη να τους βοηθήσει να αποδράσουν και να αποκρύψει την αλήθεια από τον αδελφό της, το Θεοκλύμενο. Ως θεατές και ως αναγνώστες εικάζουμε ότι η Θεονόη θα στέρξει το δίκαιο, θα υπακούσει τα ευσεβή της αισθήματα, θα ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα της, του Πρωτέα, παρακινούμενη από την ηθική του δέσμευση να προστατεύσει την Ελένη και θα αποφασίσει να «τιμωρήσει» την ωμότητα και τον κυνισμό του Θεοκλυμένου. Η βοήθειά της θα είναι πολύτιμη, καθώς ο Μενέλαος και η Ελένη, έχοντας αποσπάσει τη σιωπή της, θα μπορέσουν να δραπετεύσουν για τη Σπάρτη… Βέβαια, είναι πολύ πιθανό ο Θεοκλύμενος να καταλάβει την αλήθεια και να θελήσει να κάνει κακό τόσο στην αδελφή του, πιστεύοντας ότι τον πρόδωσε, όσο και στην Ελένη και στον Μενέλαο, οι οποίοι, όμως, οπλισμένοι με τη βοήθεια της μάντισσας και τη δυνατή ανθρώπινη σκέψη, θα έχουν ήδη φύγει για την πατρίδα τους… Θεωρούμε ότι το τέλος της τραγωδίας θα είναι αίσιο, καθώς στο αρχαίο θέατρο ο θεατής οδηγείται στην «κάθαρσιν». Στην παρούσα τραγωδία ο θεατής θα κατανοήσει το ολέθριο στοιχείο και τη ματαιότητα του πολέμου, τη δύναμη του ανθρωπίνου νου, την πλεκτάνη των θεών και την αποκατάσταση της τιμής της Ελένης και θα φύγει από το χώρο του θεάτρου με «καθαρμένη» απελευθερωμένη, λυτρωμένη ψυχή, υψωμένη ηθικά και πνευματικά .

Γαϊτάνου Δέσποινα, μαθήτρια Γ΄ Γυμνασίου